- ξανθοφύκη
- Φύκη πολυκύτταρα ή μονοκύτταρα με μεμβράνη, που αποτελείται από πηκτινικές ουσίες και σπανιότερα από κυτταρίνη. Η μεμβράνη αυτή χωρίζεται σε δύο ίσα τμήματα. Κάθε κύτταρο περιέχει πολυάριθμους χλωροπλάστες, που αποτελούνται από χλωροφύλλη και από μεγάλη ποσότητα καροτινοειδών. Ο πολλαπλασιασμός τους είναι αγενής με ισοσπορία. Τα ξ. αναπτύσσονται κυρίως στα γλυκά νερά, όπου σχηματίζουν ένα μέρος του πλαγκτού. Τα κυριότερα γένη ξ. είναι ο βοκτρυόκοκκος, η αλοσφαίρα και το βοτρύδιο.
* * *ταζωολ. κλάση φυκών η οποία σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές κατατάσσεται στη διαίρεση χρυσόφυτα, ενώ, σύμφωνα με άλλους, αποτελεί τη μοναδική κλάση τής διαίρεσης ξανθόφυτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthophyceae (< ξανθός + φύκος)].
Dictionary of Greek. 2013.